ἔρνεσι

ἔρνεσι
ἔρνος
young sprout
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ερνεσίπεπλος — ἐρνεσίπεπλος, ον (Α) (επίθ. τού Διονύσου) αυτός που περιβάλλεται με έρνη, (= νεαρά βλαστήματα). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρνεσι μορφή με την οποία απαντά ο τ. έρνος ως α’ συνθετικό (κατά τα ελκεσι πεπλος, τερψιμ βροτος) + πέπλον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”